Το ημερολόγιο της διάσωσης
Ένα παιδικός φίλος, μια τρύπα στον τοίχο και η περιέργεια της ανακάλυψης ήταν αρκετά ώστε να με οδηγήσουν να εξερευνήσω αυτό το ξεχασμένο στο χρόνο εργοστάσιο, για το οποίο δεν γνώριζα τίποτα τότε αλλά η τύχη το έφερε να γίνει όνειρο και στόχος ζωής.
Ο παιδικός μου φίλος ήταν ο Βασίλης, με τον οποίο μεγαλώσαμε μαζί στα Βαπόρια και ήξερε την αγάπη μου για την ιστορία του νησιού και τα παλιά αντικείμενα.
Θυμάμαι λοιπόν πως ήταν ένα όμορφο καλοκαιρινό απόγευμα του 2013 όταν μου είπε πως είχε μια έκπληξη για μένα και με παρακάλεσε να τον ακολουθήσω για να μου δείξει κάτι που, όπως μου είπε, ήταν σίγουρος πως θα μου άρεσε πολύ.
Τον ακολούθησα φυσικά με μεγάλη περιέργεια και αγωνία. Από τον κεντρικό δρόμο, όπου είχαμε συναντηθεί, περπατήσαμε για περίπου 100 μέτρα ανάμεσα σε κτήρια, όταν βρεθήκαμε μπροστά σε έναν μαντρότοιχο, στο τέλος του οποίου υπήρχε μια τρύπα, από την οποία ίσα που χωρούσε να περάσει κανείς.
«Ακολούθησέ με χωρίς να μιλάς» μου είπε και ξεκίνησε για να περάσει πρώτος από την τρύπα. Τον ακολούθησα γεμάτος αγωνία και ενθουσιασμό και θυμήθηκα τότε που ήμασταν μικρά παιδιά και μπαινοβγαίναμε στα ερείπια.
Πατώντας προσεκτικά ανάμεσα σε μπάζα, σπασμένα δοκάρια, μεταλλικά κουτιά με επιγραφές και κουτσουλιές από περιστέρια έβλεπα παντού μια εικόνα εγκατάλειψης. Αφού διασχίσαμε περίπου τριάντα μέτρα, βρεθήκαμε σε μία μεγάλη πόρτα που προς μεγάλη μας έκπληξη δεν ήταν καν κλειδωμένη. Ακολουθούσα τον φίλο μου κατά πόδας και κοιτούσα γύρω χωρίς να μιλώ και προσπαθώντας να καταλάβω. Μετά από λίγο άλλη μια πόρτα βρέθηκε μπροστά μας. Τρεις πόρτες ανοίξαμε συνολικά και ξαφνικά βρεθήκαμε σε έναν μεγάλο χώρο. Η πρώτη εικόνα που θυμάμαι είναι ένα εγκαταλελειμμένο κτήριο, πολύ μεγάλα, τεράστια μηχανήματα με κάτι σαν κλωστές, λουλούδια που είχαν φυτρώσει στο πάτωμα ανάμεσά τους, σκόνη παντού και ιστοί από αράχνες. Ξαφνικά ένιωσα ότι είχα μεταφερθεί σε ένα άλλο μέρος και πως είχα ταξιδέψει στο χρόνο. Μετά από μερικά δευτερόλεπτα είχα ήδη καταλάβει. «Μάλλον πρόκειται για ένα παλιό κι ερειπωμένο εργοστάσιο», σκέφτηκα, αλλά δεν μπορούσα να καταλάβω τι ήταν όλα αυτά τα μηχανήματα. Είναι ένα παλιό εργοστάσιο Κλωστοϋφαντουργίας, μου απάντησε ο Βασίλης, σαν να διάβασε τη σκέψη μου.
Αυτή ήταν η πρώτη φορά που επισκέφτηκα τον χώρο όπου ο χρόνος είχε σταματήσει πολλά χρόνια πριν και τα σημάδια της εγκατάλειψης ήταν έντονα παντού.
Και αυτή η πρώτη επαφή ήταν αρκετή για να γεννηθεί η μεγάλη μου επιθυμία-όνειρο: να αξιοποιηθεί ο χώρος με κάθε δυνατό τρόπο.
«Φύγε εσύ και άσε με να κοιμηθώ το βράδυ εδώ!» είπα στον Βασίλη κι εκείνος γελώντας μου απάντησε πως έπρεπε να βιαστώ για να δούμε και τον υπόλοιπο χώρο. Δεν ήθελα να αποχωριστώ καθόλου εκείνη την εικόνα. Ήταν ένα εγκαταλελειμμένο κτίριο άλλα εγώ ένιωθα μια όμορφη αίσθηση και μια περίεργη έλξη λόγω του παλιού που αντιπροσώπευε. Συνεχίσαμε να εξερευνούμε τους χώρους του παρατηρώντας αντικείμενα, άλλα κατεστραμμένα και άλλα σε λίγο καλύτερη κατάσταση.
Μπήκαμε σε ένα γραφείο με χρηματοκιβώτια, λογιστικά φύλλα παντού πεταμένα στο πάτωμα και βιβλία πάνω στα γραφεία. Κάναμε μια βόλτα ανάμεσα στις ραπτομηχανές που ήταν πρόχειρα καλυμμένες, ενώ η σκόνη που είχε πέσει πάνω τους έκρυβε τη μορφή τους. Στοίβες από μεζούρες και νήματα που ήταν ακόμη τυλιγμένα στην πλαστική τους συσκευασία. Οι αργαλειοί ήταν σταματημένοι, λες και οι εργάτες είχαν φύγει μόλις πριν λίγο και είχαν αφήσει στη μέση την παραγωγή, ενώ οι πάγκοι είχαν παρατημένες σακούλες που ακόμα περίμεναν για να γεμίσουν με προϊόντα. Τριγύρω διάσπαρτα στο χώρο σκαμνάκια δίπλα στα μηχανήματα, που μάλλον χρησίμευαν για να ακουμπούν οι εργάτες το κολατσιό τους και ένα ποτήρι νερού πεσμένο στο πάτωμα είχε επιζήσει από την πτώση. Στο τοίχο το ημερολόγιο είχε σταματήσει στο έτος 1986 με μια σημείωση επάνω από μια εργάτρια.
Ο ήχος από την πετρελαιομηχανή που έδινε κίνηση στο εργοστάσιο, το καζάνι που έβραζε στο βαφείο, τα νερά που έτρεχαν στις γούρνες, οι γυναικείες φωνές που συζητήσουν στους πάγκους, οι σαΐτες που πηγαινοέρχονταν στους αργαλειούς και το γάζωμα στις ραπτομηχανές ήταν οι ήχοι που στη φαντασία μου συμπλήρωναν το σκηνικό, αφού δεν ακούγονταν πλέον στο χώρο.
Γύρισα με βαριά καρδιά πίσω στην τρύπα από όπου είχαμε εισέλθει και αποχαιρέτησα αυτό τον μοναδικό χώρο για εμένα.
Με το που θα περάσει κανείς την πόρτα αυτού του “νεκρού” εργοστασίου-φαντάσματος, που κρύβεται πίσω από κλειστές πόρτες για δεκαετίες, δεν μπορεί παρά να αναρωτηθεί τι συνέβη εκεί.
Από τότε ρίζωσε η ιδέα και η επιθυμία στο μυαλό μου να καταφέρω να μάθω την ιστορία του και να κάνω κάτι για να διασωθεί και να ξαναζωντανέψει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.